6.12.09

Μια Κυριακή με πιτσιπάου

Είχα κανονίσει από μέρες να πάω με την Κούλα και τη Μέλπω για μπάνιο την Κυριακή.
Ο λόγος που δέχτηκα ήταν η πρόκληση να πάμε με πούλμαν.

Αυτό που κλείνεις θέση στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και ξεκινάει στις 8 το πρωί, γεμάτο γριές με πετσετέ ρόμπες και γέρους με ψάθινα παντοφλέ παπούτσια, συνοδεία κάλτσας.


Η Κούλα τηλεφώνησε Σάββατο απόγευμα να μου το υπενθυμίσει:


ΚΟΥΛΑ: Στις εφτά το πρωί θα μνήσκεις από κάτου έτσι πουλάκι μου;
ΕΓΩ: Αφού στις 8 φεύγει το πούλμαν και το ψιλικατζίδικο είναι δίπλα!
ΚΟΥΛΑ: Ενά κατεβούμε από τις εφτά γιατί ποτές δεν ξεύρεις.
ΕΓΩ: Λες να ξεκινήσει στις επτά ενώ έχει ώρα αναχώρησης οκτώ;
ΚΟΥΛΑ: Άμανες συναχτούμε όλοι νωρίς γιατί να μη φύουμε;


Πού να της εξηγώ τι σημαίνει ώρα αναχώρησης.
Επτά ακριβώς ήμουν κάτω από το σπίτι.

Το ίδιο η Κούλα με τη Μέλπω, αλλά και καμιά σαρανταριά γέροι ακόμα.
Είχαν μαζευτεί όλοι από τις επτά.
Το πούλμαν άφαντο.


Η Κούλα και η Μέλπω φορούσαν τα κουζινικά τους για καπέλα, αφού της μιας το ψαθάκι ήταν σαν κατσαρόλα και της άλλης σαν ταψί.
Στα πόδια τους, λαστιχένια παπούτσια της θάλασσας.

Το φουστανάκι της Μέλπως ήταν κλαρωτό αμάνικο και της Κούλας «πιτσιπάου» , δηλαδή πουά.
Μπροστά της η καθεμιά είχε από μια τεράστια πάνινη τσάντα.


ΕΓΩ:Τι κουβαλάτε εκεί;
ΚΟΥΛΑ: Τα μπαγιό και τα προσόψια, το σεντόνι να αλλάξουμε, το ψωμί...
ΜΕΛΠΩ: Εγώ βαστώ τα τάπερι και το νερό αμά μην κορακιάσουμε.
ΕΓΩ: Και σε ποια θάλασσα θα πάμε;
ΚΟΥΛΑ: Στη Λούτσα. Πήγες ποτές;
ΕΓΩ: Όχι, είναι μακριά.
ΜΕΛΠΩ: Α, θε να τρίβεις τα μάτια σου. Κόσμος να διεις, μιλιούνια!

Πετάγεται από δίπλα μια γρια.

ΓΡΙΑ: Ποια Λούτσα; Στον Κάλαμο θα πάμε.

Η Κούλα την αγριοκοίταξε.

ΚΟΥΛΑ: Σε ρωτήξαμε;
ΕΓΩ: Τελικά στον Κάλαμο πάμε ή στη Λούτσα;
ΚΟΥΛΑ: Στον Κάρλαμο, εν άκουσες;


Μετά από έξι τσιγάρα, πέντε γριές να με στραβοκοιτάνε και τέσσερις γέρους να χαζεύουν τον κώλο μου με το σορτς, ήρθε το πούλμαν, επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε φυσικά στις 8.

ΜΕΛΠΩ: Αργήσαμε να φύουμε…

Με την πρώτη γκαζιά ο οδηγός έβαλε μουσική.
Πάριο, τα νησιώτικα.
Εκεί να δεις αντανακλαστικά.

Οι γριές σηκώθηκαν αμέσως να χορέψουν, οι γέροι άρχισαν τα παλαμάκια και τις στροφές, στο τρίτο τραγούδι πουκάμισα άνοιξαν, τιράντες χαλάρωσαν, μαλλιά ξεχτενίστηκαν, ανταλλάχθηκαν τηλέφωνα και η ώρα ήταν μόνο 8.15.


Πριν ακόμα βγούμε Εθνική, στο πούλμαν μόνο πιάτα δε σπάγανε.
Η Κούλα και η Μέλπω κοίταζαν με ξινισμένα μούτρα.


Κάπου κοντά στο Καπανδρίτι κουράστηκαν, οπότε ένας γέρος που είχε μείνει με το φανελάκι, άρπαξε το μικρόφωνο κι άρχισε να λέει ανέκδοτα:
«Τοτέ, πες μας ένα πράμα που αρχίζει από λάμδα και τρώγεται» λέει η δασκάλα. «Η λάμπα» απαντάει ο Τοτός. «Τι λες βρε αφαλοκομμένο; Τρώγεται η λάμπα;» αποκρίνεται η κυρά δασκάλα. «Τότε γιατί κάθε βράδυ ο πατέρας μου λέει στη μάνα μου, σβήσε τη λάμπα κι έλα να τη φας;» της λέει ο Τοτός…

Χα!Χα!Χα! τράνταξε το πούλμαν απ΄τα γέλια. Ο οδηγός χτυπιότανε.

«Μπα σε καλό σου κυρ-Απόστολε, πώς τα λες!» φωνάζει μια γριά με βαμμένο φρύδι και πασαλειμμένο κραγιόν.


Εκείνη τη στιγμή με σκουντάει η Κούλα και μου λέει σιγά:

ΚΟΥΛΑ: Αυτοί οι δυο καβαλιούνται.
ΕΓΩ: Αλήθεια;
ΚΟΥΛΑ: Εν άκουσες τις της είπε;
ΕΓΩ: Σε όλους το είπε, ανέκδοτο ήτανε.
ΚΟΥΛΑ: Ναι, αμά πολύ σόκι, ο παλιόγερος.


Μετά από καμιά τριανταριά σόκι, φτάσαμε στον…Κάρλαμο.
Κατέβασα την Κούλα και τη Μέλπω από το πούλμαν μη σκοτωθούνε στα σκαλιά, πήρα παραμάσχαλα τις τσάντες τους και πήγαμε παραλία.
Παραλία με πλάτος 2 μέτρα και στρωμένη με ψηφιδωτό τύπου: ένα βότσαλο μια γόπα, ένα βότσαλο μια γόπα, η χαρά του γύφτου.

Στρώσαμε κάτω τις ψάθες, στερέωσα μια ομπρέλα που όταν την άνοιξα ντράπηκα ακόμα και τους γέρους γιατί ήταν μπαλωμένη σε 3 σημεία, άνοιξα 2 σκαμνάκια, ξεφόρτωσα το « θερμόν» και ένα σωρό τζάντζαλα που κουβάλησαν η Κούλα με τη Μέλπω πλην της σαλοτραπεζαρίας τους, συν κάτι τάπερ.
Μετά από κάνα εικοσάλεπτο, ιδρωμένη βγάζω τα ρούχα μου έτοιμη να βουτήξω.


ΚΟΥΛΑ: Μπαγιό ειν’ τούτο που φοράς;
ΕΓΩ: Ναι.
ΚΟΥΛΑ: Πολύ τσουρούτικο πουλάκι μου. Να σου δώκω να βάλεις το δικό μου;
ΕΓΩ: Γεια σας.

Και βουτάω στη θάλασσα.
Πήγα μια βόλτα μέχρι μέσα να ξεπλυθώ από την πουλμανίλα και γυρίζοντας βλέπω τη Μέλπω και την Κούλα από μακριά να κουνάνε τα χέρια και να ουρλιάζουν, ενώ γύρω τους είχαν μαζευτεί κάτι γέροι που κοιτάζανε προς το μέρος μου.
Οι απίθανες νόμιζαν ότι πνίγομαι και φώναζαν βοήθεια.

Φτάνω στα γρήγορα έξω και ακούω την Κούλα να τους λέει ανακουφισμένη:


ΚΟΥΛΑ: Σώθηκε μόνη της, φύετε τώρα.

Οι γέροι σκόρπισαν, εγώ κάθισα στην αμμουδιά κι η Κούλα ήρθε από πάνω μου.


ΚΟΥΛΑ: Πουλί μου τόσο βαθιά να μην πααίνεις, έχει χαρχαρίες.
ΜΕΛΠΩ: Αλήθεια; Τότενες εν ημπαίνω!
ΚΟΥΛΑ: Μέσα λέγω, εδιώ εν κιδυνεύουμε.
ΕΓΩ: Άντε, θα βουτήξετε;

Βγάλανε τα φουστανάκια τους, δέσανε σφιχτά τα καπέλα στο λαιμό και κάτσανε δίπλα μου με τα πόδια στο νερό.
Τα «μπαγιό» τους πρέπει να ήταν τριάντα ετών τουλάχιστον, αφού τα λάστιχα ήταν όλα ξεχειλωμένα και κάνανε φραμπαλάδες. Πλατσουρίσανε λίγο τα χέρια στο νερό, βρέξανε λαιμό και μπράτσα, πήρανε βαθιά ανάσα το θαλασσινό αγέρι και αρχίσανε την εκπομπή.

ΚΟΥΛΑ: Απέναντι ποια χώρα είναι;
ΕΓΩ: Η Εύβοια είναι ρε Κούλα.
ΚΟΥΛΑ: Αμά Ελλάδα είναι κι εκεί;
ΜΕΛΠΩ: Η Έβγια σου λέγει είναι!
ΚΟΥΛΑ: Πού τηνε ξεύρεις εσύ την Έβγια;
ΜΕΛΠΩ: Εν τηνε ξεύρω, τώρα την έμαθα.
ΕΓΩ: Άντε θα μπείτε μέσα;
ΚΟΥΛΑ: Μέσα εν είμαστε πουλί μου;
ΜΕΛΠΩ: Εγώ επείνασα. Θα βγω.
ΚΟΥΛΑ: Τσαούσα έχουμε 'εμιστά. Τα τρως;
ΕΓΩ: Θα πάω σπίτι μου να φάω δεν έρχομαι σε σας.
ΚΟΥΛΑ: Μαζί τα έχουμε, στο τάπερι.
ΕΓΩ: Δέκα η ώρα το πρωί θα φάω γεμιστά;
ΚΟΥΛΑ: Εμένα το μπάνιο μου ανοίγει τη όρεξη. Μέλπω, βγαίνουμε.


Και κάνανε ένα βήμα και βγήκανε.

Αποφάσισα να πάρω μια βουτιά ακόμη και να συνεχίσω με ηλιοθεραπεία.
Τις έβλεπα από μακριά κάτω από την ομπρέλα, στα σκαμνάκια τους, με ένα ταπεράκι στα πόδια, να τρώνε σαν παιδάκια του νηπιαγωγείου.
Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι σύντροφοι.
Όλοι οι γέροι τρώγανε.
Σε λίγο βγήκα, πασαλείφτηκα με αντηλιακό, έβαλα την ψάθα μου στον ήλιο και ξάπλωσα.
Μόλις βολεύτηκα ακούω την Κούλα που κούμπωνε το πιτσιπάου της.

ΚΟΥΛΑ: Σήκω να φύουμε.
ΕΓΩ: Τι εννοείς;;
ΚΟΥΛΑ: Σε δέκα λεφτά ξεκινά το λεωφορείο.
ΕΓΩ: Πας καλά;; Δεν πάω πουθενά.
ΜΕΛΠΩ: Γιατί πουλάκι μου εν ηχόρτασες;
ΕΓΩ: Καλά, για μια ώρα ήρθαμε;
ΜΕΛΠΩ: Στη 12 ε, να μνήσκουμε σπίτι για τα χάπια μας.
ΚΟΥΛΑ: Πρι’ χωνέψουμε τα ‘εμιστά γιατί με άδειο στομάχι εν κάνει να τα πίνουμε.
ΕΓΩ: Μα θέλω να κάνω ηλιοθεραπεία.
ΚΟΥΛΑ: Τότενες πουλάκι μου, έλα την άλλη εβδομάδα να κάνεις.



Τους κράτησα το κατωσέντονο για να αλλάξουνε τα μπαγιό τους.

Με τον ίδιο τρόπο αλλάζανε και οι υπόλοιποι.

Γέμισε η παραλία σεντόνια και σε κάθε φύσημα του αέρα οι γριές έσκυβαν, γιατί σου λέει "μη δουν το πράμα μου" άσχετα που έτσι φαινόταν από πίσω ο κώλος τους.

Μετά το ντύσιμο, οι μισοί γέροι ήταν με ξεκούμπωτο φερμουάρ και οι μισές γριές με το φουστάνι πιασμένο στο βρακί τους.


Μπήκαμε στο "πούλμα" και φύγαμε.


Δώδεκα παρά πέντε ήμουν σπίτι μου.

Για την επόμενη Κυριακή η Κούλα έκλεισε Λούτσα «και να πάγω τούτη τη φορά για λιοθεραπεία».
Μαλακίες λέει.
Το πούλμαν αυτό πάει μόνο Κάλαμο.

Η Μπαρμπαρήγα η καλή

Η Κούλα και η Μέλπω μου τηλεφώνησαν να πάω «επειγόν» σπίτι τους.

Μου άνοιξε η Κούλα βιαστική κι έτρεξε να καθίσει πάλι στον καναπέ.

ΚΟΥΛΑ: Τσαούσα κάτσε ένα λεφτό να τελειώσει η επομπή.

Παρακολουθούσε με τη Μέλπω στην τηλεόραση μια πολιτική συζήτηση.
Η ένταση τσίτα όπως πάντα, να μη θέλει η συσκευή τη ζωή της.


Πάω φτιάχνω καφέ, καπνίζω 3 τσιγάρα, ντουμανιάζει το σπίτι, αυτές βήχουν αλλά δεν παίρνουν τα γυαλιά τους από την τηλεόραση, στο τέλος αρχίζω να βαριέμαι ώσπου ακούω τον παρουσιαστή να λέει «Κυρίες και κύριοι, ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε, καλό σας απόγευμα».
Η Κούλα του απαντάει αμέσως:

ΚΟΥΛΑ: Ναι μωρέ, κουραστήκατε.

Κλείνει την τηλεόραση νευριασμένη και σκουντάει τη Μέλπω δίπλα της.

ΚΟΥΛΑ: Για πε στην Τσαούσα...
ΜΕΛΠΩ: Εν ηλέγω τίποτις.
ΚΟΥΛΑ: Οϊ πε της!
ΜΕΛΠΩ: Εν ηλέγω γιατί είναι ΠΑΣΟΚ και θα κάνει σαματά.
ΚΟΥΛΑ: Ε να το πω εγώ τότενες. Τσαούσα η Μέλπω θα ψηφίσει το γουρούνι στις εκλογές.
ΕΓΩ: Καρατζαφέρη;
ΚΟΥΛΑ: Καραμαλή.
ΜΕΛΠΩ: Ο Καραμαλής είναι άντρακλας. Πορπατάει και τρίζει η γης.
ΚΟΥΛΑ: Άσε μας με τον αλήτη που ‘καψε όλα τα δάση.
ΜΕΛΠΩ: Καλύτερα. Να φκιάξουνε σπίτια και δρόμους, τα δέντρα είναι βρωμιά, τι τα θέλουτε; Ξέχασες το χωριό; Μέχρι το γόνατο μας έμνησκε η λάσπη.


ΚΟΥΛΑ:Καραμαλή δεν θα ψηφίσεις!
ΜΕΛΠΩ: Μπα; Και ποιονε να ψηφίσω;
ΚΟΥΛΑ: Τον Τσούπρα.
ΜΕΛΠΩ: Σιγά μην ψηφίσω Κου- Κου -Ες.
ΚΟΥΛΑ: Ο Τσούπρας δεν είναι Κουκουές, είναι Ξύριζα. Καμία σκέση.
ΜΕΛΠΩ: Μωρέ, κουμμούνι είναι. Αυτός να μου το θυμηθείς, δίνει κρυφά ψήφους στη Μπαρμπαρήγα.
ΚΟΥΛΑ: Καλή είναι κι αυτή, δεν είναι; Θα τα πάρει όλα λέγει από τους πλούσιους και θα τα δώκει σε μας τους φτωχούς.
ΜΕΛΠΩ: Και θαρρείς ότι θα της τα δώκουνε οι πλούσιοι;
ΚΟΥΛΑ: Θα τους βάλει το μαχαίρι στο λαιμό.
ΜΕΛΠΩ: Άντε και της τα δώκανε. Θα τα φάμε και μετά τι θα κάνουμε;
ΚΟΥΛΑ: Ε;


ΕΓΩ: Τότε ρε Μέλπω ψήφισε Παπανδρέου.
ΜΕΛΠΩ: Δεν είσαι καλά. Αυτουνού η μάνα είναι Αμερικάνα. Ε να ‘χει και κάνα παππού αράπη και μας τον κρύβουνε. Αμ, ο πατέρας του που βάτευε την εροσυνοδό; Ξεχνιούνται αυτά;
ΚΟΥΛΑ: Ναι, αλλά ο πατέρας του σου έκανε τη σύνταξη διπλή. Τα λεφτά ήξερες να τα πάρεις, τώρα σου βρωμάει.
ΜΕΛΠΩ: Γιατί, εσύ εν τα ‘παιρνες;
ΚΟΥΛΑ: Ε, μα γι αυτό τονε ψήφιζα!
ΜΕΛΠΩ: Εγώ είμαι πιο ξύπνια. Τα ‘παιρνα και εν τον ψήφιζα. Μήτε τον άλλον με τις ελιές εψήφισα ποτές μου.

ΚΟΥΛΑ: Κι ο Καραμαλής τι σου ‘δωκε, μου λες;
ΜΕΛΠΩ: Έχει ωραία γυναίκα.
ΚΟΥΛΑ: Τι σου ’δωκε πε μου!
ΜΕΛΠΩ: Απ΄ τον Καραμαλή περιμένω να ζήσω;;
ΕΓΩ: Τότε ρε Μέλπω γιατί θα τον ψηφίσεις;
ΜΕΛΠΩ: Είναι παχύ παιδί, μ΄ αρέσει.



Συμπέρασμα: Να (και) ποιοι ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία.
Related Posts with Thumbnails